Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 – 1878, που έληξε
με τη νίκη των Ρώσων, και το συνέδριο του Βερολίνου, που συνήλθε τον Ιούνιο του
1878 υπό την προεδρία του Μπίσμαρκ και με συμμετοχή αντιπροσώπων των έξι
Μεγάλων Δυνάμεων (Γερμανίας, Ρωσίας, Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Ιταλίας) και
της Τουρκίας, είχε απρόβλεπτη συνέπεια για την Κύπρο. Η Συνθήκη του Αγίου
Στεφάνου, που υπογράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1878, ανέτρεπε τα σχέδια των άλλων
κρατών στη νοτιοανατολική Ευρώπη και η Ρωσία, σε συμφωνία με την Αγγλία, αποδέχθηκε
τη σύγκλιση ευρωπαϊκού συνεδρίου για τη ρύθμιση του εδαφικού, κυρίως,
καθεστώτος της Βαλκανικής.
Κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου και ενώ οι
Μεγάλες Δυνάμεις φαίνονταν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα συνοριακά
ζητήματα των βαλκανικών χωρών, υπογράφτηκε με απόλυτη μυστικότητα στις 23
Μαίου/4 Ιουνίου 1878 αμυντική συμφωνία μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας. Η Αγγλική
κυβέρνηση είχε δώσει, λίγες μέρες νωρίτερα, εντολή στον πρεσβευτή της Αγγλίας
στην Κωνσταντινούπολη να αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις για την εκχώρηση του
νησιού στους Άγγλους. Ο σουλτάνος, υπό την απειλή της εγκατάλειψής του από τους
Άγγλους αντιπροσώπους στο συνέδριο, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η Κύπρος παραχωρήθηκε
στην Αγγλία για «κατοχή και διοίκηση», όχι όμως για κυριαρχία. Σε αντάλλαγμα, η
Τουρκία θα εξασφάλιζε την υποστήριξή της σε περίπτωση ρωσικής απειλής εναντίον
ασιατικών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η συμφωνία ανακοινώθηκε επίσημα στο συνέδριο στις 9
Ιουνίου, ενώ την ίδια μέρα έφθαναν στη
Λάρνακα οι πρώτες αγγλικές δυνάμεις. Στις 12 Ιουλίου έφθασαν και στη Λευκωσία
και δέκα μέρες αργότερα, στις 22 Ιουλίου, ο πρώτος Άγγλος ύπατος αρμοστής Σερ
Γκάρνετ Γούλσλυ αποβιβαζόταν στη Λάρνακα. Με προκήρυξη δήλωσε ότι « η
βασίλισσα θερμώς ενδιαφέρεται υπέρ της ευτυχίας των κατοίκων και προτίθεται να
διατάξει την λήψιν των μέτρων εκείνων τα οποία θα ήσαν πρόσφορα δια την
παραγωγήν και ανάπτυξιν του εμπορίου και της γεωργίας της χώρας και να παράσχη
εις τον λαόν τα ωφελήματα της ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφαλείας».
ΟΙ προσδοκίες που στηρίχθηκαν στην παρουσία των
Άγγλων στην Κύπρο εκφράζονται στην προσφώνηση με την οποία υποδέχθηκε τον Άγγλο
αρμοστή ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος: « Η Κύπρος, καίπερ εν τη εσχατιά
της Μεσογείου κειμένη, έχει μεγίστην αξίαν παρά τη αγγλική κυβερνήσει δια
πολλούς λόγους, και διότι οικείται υπό λαού φιλησύχου και ευαγώγου, όστις χωρίς
να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους αυτού, θέλει διατελεί αφωσιωμένος εις
την νέαν πατρικήν αυτού κυβέρνησιν». Ο μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός, εξάλλου χαιρέτισε
την αποβίβαση του Γούλσλυ ως αφετηρία του δρόμου για την ένωση της Κύπρου με
την Ελλάδα, όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα με τα Επτάνησα. Η πρώτη
απογοήτευση ήρθε τον Απρίλιο 1881. Οι Κύπριοι χαιρέτησαν με ενθουσιασμό τη νίκη
των φιλελευθέρων, στις εκδηλώσεις όμως απάντησε ο Γλάδστων ότι η αγγλική
κυβέρνηση επιθυμεί μεν την ευημερία της Κύπρου, δεν πρέπει όμως να λησμονούν οι
κάτοικοί της ότι « η νήσος κατέχεται δυνάμει συμβάσεως μετά της
Πύλης, ως τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας παρόμοιαι προτάσεις παραβιάζουσαι την συνθήκην
δεν δύνανται να συζητηθούν»………………………………………………………………………...
Παρά τις αρνητικές πλευρές της αγγλικής κατοχής, που
αποτέλεσαν ένα από τα σοβαρότερα κίνητρα των πολιτικών διεκδικήσεων των
Κυπρίων, ο πληθυσμός της Κύπρου παρουσίασε αδιάκοπη και σταθερή ανοδική πορεία
μετά το 1878 και συγχρόνως συνεχή αύξηση του ελληνικού στοιχείου και αντίστοιχη
μείωση του τουρκικού, που αποδίδεται σε μετανάστευση Τούρκων στη Μικρά Ασία
μετά την αγγλική κατοχή. Στις απογραφές των ετών 1881, 1891, 1901, 1911 οι
Έλληνες ήταν, αντίστοιχα 73,9%, 75,8%, 77,1%, 78,2%, και οι Τούρκοι 24,4%,
22,9%, 21,6%, 20,6%. Οι υπόλοιπες εκατοστιαίες μονάδες καλύπτονται από τους
ελάχιστους Αρμένιους, Μαρωνίτες και Λατίνους………………………………………………………………………………..
Με την κήρυξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, η Κύπρος προσαρτήθηκε
στις βρετανικές κτήσεις και το 1915 η Βρετανία πρότεινε στην Ελλάδα την
παραχώρηση της Κύπρου, με αντάλλαγμα την είσοδο της χώρας στον πόλεμο για
βοήθεια της Σερβίας, που αντιμετώπιζε βουλγαρική επίθεση. Η πρόταση ανακλήθηκε
καθώς η ελληνική κυβέρνηση και ο θρόνος επέμεναν στην ουδετερότητα, και τα
υπομνήματα και τα ψηφίσματα για την ένωση συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του
πολέμου και στα αμέσως επόμενα χρόνια………………………………………………………………………………….
Οι ενωτικές προσπάθειες συνεχίστηκαν ανυποχώρητες
και όταν το 1928 με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων της κατοχής του νησιού από
τους Άγγλους αποφασίστηκε από τις τοπικές αγγλικές αρχές να δοθεί πανηγυρικός
χαρακτήρας στην επέτειο, η Ιερά Σύνοδος της Κύπρου, οι βουλευτές και ο Δήμαρχος
Λευκωσίας με προκήρυξή τους της 6ης Μαρτίου 1928 δήλωναν ότι «
συμφωνούν προς την σαφώς και πανηγυρικώς εκφρασθείσαν ήδη υπό του κυπριακού λαού
γνώμην περί των διοργανουμένων πανηγύρεων, αντιθέτων εντελώς προς τα αισθήματα
και τους πόθους αυτού» και τόνιζαν ότι λόγος της αποχής είναι το γεγονός ότι « επί 50
έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλών, κρατούμεθα δε και νυν, παρά την
εκφρασθείσαν πλειστάκις, πολλαχώς και πολυτρόπως, ομόφωνον ημών γνώμην, όπως
ενωθώμεν μετά της μητρός Ελλάδος». Η σκλήρυνση της αγγλικής στάσης κατά την περίοδο
αυτή οδήγησε στην ίδρυση της «Εθνικής Οργανώσεως Κύπρου» που ανέλαβε τον αγώνα
για την πραγμάτωση των ενωτικών πόθων του κυπριακού λαού, που εκδηλώθηκαν με τη
μεγάλη εξέγερση του 1931…….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου